προκαταβάλλω — προκαταβάλλω, προκατέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκαταβάλλω — ΝΑ νεοελλ. καταβάλλω εκ τών προτέρων χρηματικό ποσό, προπληρώνω («προκαταβάλλω το ενοίκιο») αρχ. 1. καταβάλλω, καταρρίπτω κάτι εκ τών προτέρων 2. εφαρμόζω πρώτος 3. σπέρνω από πριν 4. εισάγω εκ τών προτέρων ένα θέμα 5. δηλώνω, αναφέρω… … Dictionary of Greek
αβαντζάρω — και αίρνω (Ι) (μτβ.) 1. προκαταβάλλω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αυξάνω 4. αυξάνω την τιμή, υπερτιμώ 5. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερβάλλω, υπερτερώ 6. οφείλω ή μού οφείλουν υπόλοιπο χρέους (II) (αμτβ.) 1. προχωρώ 2. προοδεύω,… … Dictionary of Greek
ευχρηστώ — (ΑΜ εὐχρηστῶ, έω) [εύχρηστος] νεοελλ. μσν. (συνήθως για λέξεις και φραστικούς ή γραμματικούς τύπους) είμαι σε συνήθη χρήση, απαντώ συχνά, είμαι εύχρηστος, είμαι δόκιμος αρχ. 1. είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος 2. δανείζω, προκαταβάλλω 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προδανείζω — Α 1. δανείζω προηγουμένως ή δανείζω πρώτος 2. χορηγώ χρήματα για δημόσιες ανάγκες ή προκαταβάλλω χρήματα για το δημόσιο 3. δανείζω χρήματα χωρίς τόκο και με επιστροφή … Dictionary of Greek
προδαπανώ — άω, Α 1. εξαντλώ, δαπανώ εκ τών προτέρων 2. προκαταβάλλω τη δαπάνη ενός έργου … Dictionary of Greek
προδιάζω — Α (για αργυραμοιβό) προκαταβάλλω χρήματα, προπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διάζω «ενεργώ, πράττω»] … Dictionary of Greek
προεισφέρω — ΝΑ προπληρώνω, προκαταβάλλω την εισφορά για κάτι αρχ. 1. προπληρώνω χρήματα στην πολιτεία («ἀργύριον ἄτοκον προεισφέρειν», επιγρ.) 2. εισάγω νόμο εκ τών προτέρων 3. απονέμω, αποδίδω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («προεισφέρειν χάριν τῇ πάλει») 4.… … Dictionary of Greek
προεκτίνω — ΜΑ προκαταβάλλω, προπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»] … Dictionary of Greek